ληγαδούρα

ληγαδούρα
η
βλ. λιγαδούρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λιγαδούρα — και ληγαδούρα, η 1. λεπτό κεδρωτό σχοινί, η δετηρία 2. το κορδόνι που κρέμεται από τον λαιμό τού ναύτη και που στο κάτω μέρος του προσδένεται μαχαιρίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. ligadura < λατ. ligatura, θηλ. τής μτχ. ligaturus τού ρ. ligo «δένω»] …   Dictionary of Greek

  • στραγγαλόδεσμος — ο, Ν ναυτ. κοινή ονομασία τής δετηρίας, αλλ. ληγαδούρα ή τσαπράζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στραγγάλη + δεσμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”